ΑΜΕΣΗ ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΤΩΝ ΔΕΔΟΥΛΕΥΜΕΝΩΝ ΣΤΙΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΜΑΓΑΖΙ QUICK PITTA

SCROLL FOR ENGLISH

Φωτογραφίες της παρέμβασης υπέρ των εργαζομένων μπροστά από το μαγαζί Quick Pitta στο Μοναστηράκι (Κυριακή 29/9/2024)

Η  συναδέλφισσα Μ., μέλος του σωματείου και αφρικανή προσφύγισσα, ξεκίνησε να δουλεύει στο εστιατόριο Quick Pitta στις 8 Απριλίου 2024 έχοντας συμφωνήσει να εργαστεί στη λάντζα. Παρ’ όλα αυτά, από την πρώτη στιγμή το αφεντικό της φόρτωσε παραπάνω αρμοδιότητες, από το σκούπισμα και σφουγγάρισμα των δαπέδων μέχρι το ξεβούλωμα της βρύσης, με αποτέλεσμα να δουλεύει ασταμάτητα σε όλα τα πόστα. Η προφορική συμφωνία μεταξύ της συναδέλφισσας Μ και του αφεντικού ήταν ότι θα δουλεύει 8 ώρες την ημέρα, 6 μέρες την εβδομάδα με ένα ρεπό την Δευτέρα.

Κατά την έναρξη της εργασίας της ζητήθηκε να υπογράψει μια σύμβαση η οποία ήταν γραμμένη μόνο στα ελληνικά, σε γλώσσα που η συναδέλφισσα δεν μπορούσε να διαβάσει, και την οποία της υποσχέθηκε ότι θα της την στείλει ηλεκτρονικά. Η συνάδελφος Μ. προβληματίστηκε με τη συνθήκη αυτή, ιδιαίτερα αφού έμαθε ότι άλλος συνάδελφος της στην κουζίνα ήταν για πολύ καιρό απλήρωτος, και έτσι ζήτησε αρκετές φορές να της αποσταλεί η σύμβαση. Κάτι το οποίο το αφεντικό μέχρι τον Ιούνιο απέφευγε.

Κατά τον πρώτο μήνα της εργασίας της τηρήθηκε η προφορική συμφωνία ωρών/ ημερών και μετά το τέλος του μήνα αυτού πληρώθηκε τα δεδουλευμένα της. Αυτή ήταν και τα μόνα δεδουλευμένα που καταβλήθηκαν στην Μ. Έπειτα από την παραίτηση συναδέλφου, το αφεντικό απαίτησε από τη Μ. να καλύψει το κενό που δημιουργήθηκε, δηλαδή να δουλεύει για δύο άτομα, από άποψη εργασίας και χρόνου.

Παράλληλα, η εργοδοσία παραβίαζε το δικαίωμά της στο διάλειμμα, βάζοντάς την κατά τη διάρκειά του να καθαρίζει τις τουαλέτες, συνεχώς προσβάλλοντάς τη με φωνές. Μετά από όλα αυτά, η Μ εξαναγκάστηκε σε καθημερινές υπερωρίες. Μετά την παραίτηση του συναδέλφου το αφεντικό του Quick Pitta ζήτησε από την Μ. να ζητήσει από κάποια γνωστή της να δουλέψει και αυτή στο μαγαζί. Έτσι ξεκίνησε να δουλεύει στο μαγαζί και η Σ.

Αρκετές εβδομάδες αργότερα, με το αφεντικό να χρωστάει στη Μ. τα δεδουλευμένα της, η εργοδοσία ζήτησε από τη Μ να δουλεύει ώρες επιπλέον του ωραρίου της ώρες, και η Μ αρνήθηκε, καθώς δεν ήταν διαθέσιμη τις ώρες αυτές λόγω της ασθένειας του παιδιού της, Αντ’αυτού, η Μ ζήτησε από το αφεντικό να τηρηθεί η αρχική τους συμφωνία. Η απάντηση του αφεντικού ήταν ότι θα πρέπει να αναπροσαρμοστεί το ωράριο σε μερική απασχόληση και τέλος του ωραρίου αργά το βράδυ (5-11) κάτι το οποίο η συνάδελφος ήταν αδύνατο να δεχθεί λόγω του παιδιού, πράγμα το οποίο το αφεντικό γνώριζε.

Επίσης όταν η συνάδελφος ζήτησε μια ρητή διευκρίνηση για τον νέο της μισθό το αφεντικό, αρνήθηκε οποιαδήποτε κουβέντα πάνω στο θέμα. Έτσι αποφάσισε να ζητήσει τα δεδουλευμένα και να αποχωρήσει από τη δουλειά.

Παράλληλα η συνάδελφος της Μ, η Σ., αφρικανή προσφύγισσα και αυτή, είχε ήδη ξεκινήσει να δουλεύει στην επιχείρηση από τις 15 Ιουνίου 2024. Κατά τη διάρκεια της εργασίας, είχε έναν τραυματισμό στο χέρι, με το αφεντικό να αδιαφορεί. Ως αποτέλεσμα ενός συνόλου αρνητικών εργοδοτικών συμπεριφορών, η Σ. αποφάσισε μετά από μικρό διάστημα να φύγει από την εργασία, και να ζητήσει τα δεδουλευμένα της. Δίνοντας ένα μικρό μέρος της και όχι το σύνολο των δεδουλευμένων, το αφεντικό ζήτησε από την Σ. να υπογράψει ένα χαρτί, και αυτή αρνήθηκε.

Οι Μ και Σ, αφού ήρθαν σε επαφή με αντιρατσιστική συλλογικότητα και το σωματείο, συνειδητοποίησαν, μέσα από συλλογικές διαδικασίες, ότι οι πραγματικές συνθήκες εργασίας τους βρίσκονταν σε αναντιστοιχία με τις υπογεγραμμένες συμβάσεις, και ότι το αφεντικό, εκμεταλλευόμενος αυτό το γεγονός, δεν εκπλήρωσε πολλές από τις συμβατικές υποχρεώσεις του, όπως η καταβολή των δεδουλευμένων.

Οι δυο εργαζόμενες προχώρησαν σε καταγγελία στην επιθεώρηση εργασίας διεκδικώντας τα δεδουλευμένα τους. Το αφεντικό δεν εμφανίστηκε στο ραντεβού και ορίστηκε δεύτερο ραντεβού από την επιθεώρηση εργασίας. Η επιχείρηση συνεχίζει να χρωστάει και στις 2 εργαζόμενες δεδουλευμένα από μισθούς, δώρα, επιδόματα, υπερωρίες και προσαυξήσεις για εργασία την Κυριακή.

Πρόκειται για μια συνθήκη που συναντάμε συνέχεια στους χώρους εργασίας. Απ’ τις αποθήκες των μεγάλων εταιρειών μέχρι τα υπόγεια των εστιατορίων η “αόρατη” εργασία των μεταναστών και των προσφυγισσών είναι καθεστώς: δουλεύουν σε χειρότερες συνθήκες και παίρνουν λιγότερα λεφτά από τα ντόπια εργαζόμενα. Τα αφεντικά εκμεταλλεύονται το γεγονός ότι δεν γνωρίζουν την γλώσσα, έχουν πρόβλημα με τα χαρτιά, με την πρόσβαση στην εργασία και την κατοικία. Αυτή είναι και η ουσία του ρατσισμού, η διάκριση με βάση τη καταγωγή και το χρώμα προκειμένου να υπάρχουν υποτιμημένα εργατικά χέρια.

Ενάντια στους διαχωρισμούς ντόπιων και μεταναστριών να σταθούμε το ένα δίπλα στο άλλο. Ερχόμαστε κοντά, μέσα και έξω από τους χώρους της δουλειάς, μας ενώνουν κοινά βιώματα και καταπιέσεις. Μέσα από την οργάνωση στο σωματείο δυναμώνουμε τις φωνές μας, σπάμε τους διαχωρισμούς και διεκδικούμε συλλογικά απέναντι στην εκμετάλλευση των αφεντικών.

Αγωνιζόμαστε για ισότητα, δικαιοσύνη, ελευθερία. Καλούμε όλα τα εργαζόμενα στον κλάδο να γραφτούν στο σωματείο και να συμμετέχουν στις ανοιχτές μας συνελεύσεις κάθε Τετάρτη 15:00- 19:30 στα γραφεία του Σωματείου Σπύρου Τρικούπη 56-58 Εξάρχεια.

ΣΩΜΑΤΕΙΟ ΣΕΡΒΙΤΟΡΩΝ ΜΑΓΕΙΡΩΝ – Και λοιπών εργαζομένων του κλάδου του επισιτισμού

SOLIDARITY WITH MIGRANTS

DIRECT PAYMENT OF THE UNPAID WAGES TO THE EMPLOYEES FROM THE QUICK PITTA STORE.

  Colleague M., a union member and an african woman refugee, started working at the Quick Pitta restaurant on April 8, 2024 having agreed to work at washing dishes. Nevertheless, from the first moment her boss gave her additional responsibilities, from sweeping and mopping the floors to unclogging the tap, as a result of which she worked non-stop at all positions. The verbal agreement between co-worker M and the boss was that she would work 8 hours a day, 6 days a week with one day off on Monday. At the start of the job she was asked to sign a contract which was written only in Greek, in a language that the colleague could not read, and which he promised to send to her electronically. Colleague M. was troubled by this condition, especially after learning that another colleague of hers in the kitchen had been unpaid for a long time, so she asked several times for the contract to be sent to her. Something which the boss avoided until June.

  During the first month of her work, the verbal agreement of hours/days was kept and after the end of that month her wages were paid. This was the only wages paid to M. After the resignation of a colleague, the boss demanded that M. fill the gap that was created, that is, to work for two people, in terms of work and time. At the same time, the employer violated her right to a break, making her clean the toilets during it, constantly insulting her with shouts. After all this, M was forced into daily overtime. After the resignation of the colleague, the boss of Quick Pitta asked M. to ask someone she knows to work in the store as well. That’s how she started working in the store and S.

  Several weeks later, with the boss owing M. her wages, the employer asked M to work overtime hours, and M refused, as she was not available during those hours due to her child’s illness. Instead, M asked the boss to honor their original agreement. The boss’s response was that the hours would have to be adjusted to part-time and late night (5-11) which the co-worker was unable to accept because of the child, which the boss knew. Also, when the colleague asked for an explicit clarification about her new salary, the boss refused any conversation on the subject. So he decided to ask for the unpaid wages and leave the job.

  At the same time, M’s colleague, S., also an African refugee, had already started working in the company from June 15, 2024. During the work, she had an injury to her hand, with the boss not caring. As a result of a set of negative employer behaviors, S. decided after a short period of time to leave the job, and ask for her earnings. Giving her a small part and not all of the earnings, the boss asked S. to sign a paper, and she refused. M and S, after coming into contact with an anti-racist collective and the union, realized, through collective processes, that their actual working conditions were in disagreement with the signed contracts, and that the boss, taking advantage of this fact, did not fulfill many from his contractual obligations, such as the payment of accruals.

  The two workers filed a complaint with the labor inspectorate claiming their earnings. The boss did not show up for the appointment and a second appointment was set by the labor inspectorate. The company continues to owe both employees unpaid wages, gifts, allowances, overtime and Sunday pay.

 This is a condition that we encounter all the time in the workplace. From the warehouses of large companies to the basements of restaurants, the “invisible” labor of migrants and refugees is a regime: they work in worse conditions and get less money than local workers. The bosses take advantage of the fact that they don’t know the language, they have problems with papers, with access to work and housing. This is the essence of racism, discrimination on the basis of origin and color in order to have undervalued labor.

  Against the separation of local and migrant women, let’s stand next to each other. We come close, inside and outside the workplace, we are united by common experiences and oppressions. Through the organization in the union we strengthen our voices, break the divisions and claim collectively against the exploitation of the bosses. We fight for equality, justice, freedom. We invite all women workers in the sector to sign up for the union and participate at our open meetings every Wednesday 15:00-19:30 at the offices of Unions (Spyrou Trikoupi street, 56-58, Exarchia).

WAITERS’ AND COOKS’ BASE TRADE UNION

SOLIDARITY WITH MIGRANTS

Leave a Reply

Your email address will not be published.